- μαϊμουδιάρης
- ο, θηλ. μαϊμουδιάρααυτός που εκτρέφει και γυμνάζει πιθήκους με σκοπό να τούς εκμεταλλευθεί οικονομικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού πληθ. μαϊμούδες + κατάλ. -ιάρης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαϊμουδιάρης — ο αυτός που εκπαιδεύει μαϊμούδες για να δίνουν παραστάσεις ώστε ο ίδιος να μαζεύει χρήματα (πρβλ. αρκουδιάρης): Ο μαϊμουδιάρης χτυπούσε το ντέφι για να χορέψει η μαϊμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)